-
1 жертва
-ы θ.1. θυσία (στο θεό)•приносить -у προσφέρω θυσία.
2. βλ. жертвоприносение.3. παλ. δωρεά.4. θυσία (για κάτι ανώτερο, ιδανικό). || προσφορά.5. θύμα•пожар с человеческими -ами πυρκαγιά με ανθρώπινα θύματα•
-ы уличного движения θύματα της τροχαίας κίνησης•
жертва клевето θύμα συκοφαντίας.
|| ολοκαύτωμα.εκφρ.пасть -ой – πέφτω θύμα•приносить в -у – (κυρλξ. κ. μτφ.) θυσιάζω•- искупления – εξιλαστήριο θύμα. -
2 искупительный
επ. (γραπ. λόγος) εξιλαστήριος•-ая жертва εξιλαστήριο θύμα.
-
3 очистительный
επ.εκκαθαριστικός•-ая машина εκκαθαριστική μηχανή.
|| μτφ. εξιλαστήριος•-ая жертва εξιλαστήριο θύμα.
См. также в других словарях:
εξιλαστήριος — α, ο (AM ἐξιλαστήριος, ον) αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί») νεοελλ. φρ. «εξιλαστήριο θύμα» κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να … Dictionary of Greek
ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
φαρμακός — ὁ, ΜΑ κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμα αρχ. 1. απόβρασμα τής κοινωνίας, κακούργος 2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί (στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τούς … Dictionary of Greek
Άνταμς, Τζον — (John Adams, Κουίνσι, Μασαχουσέτη, 1735 – 1826). Δεύτερος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1797 1801). Γόνος παλιάς πουριτανικής οικογένειας (οι Αμερικανοί αντιμετώπιζαν πάντα με υποψία τους Ά. ως αριστοκράτες) πήρε δίπλωμα νομικής… … Dictionary of Greek
Κηφέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Κηφήνων, που ταυτίζονται από την παράδοση με τους Αιθίοπες, τους Πέρσες ή τους Χαλδαίους. Ζούσε ευτυχισμένος με την όμορφη σύζυγό του, Κασσιόπη, και την κόρη του, Ανδρομέδα, όταν ο Ποσειδώνας,… … Dictionary of Greek
εξιλαστήριος — εξιλαστήριος, α, ο και εξιλαστικός, ή, ό που γίνεται για εξιλασμό, εξιλεωτικός, εξευμενιστικός: Εξιλαστήριο θύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)